07-12-2015
Τα κόμματα, ο Πρόεδρος και η συναίνεση
«Η Σύσκεψη των Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας υπήρξε, αναμφίβολα, μια τραυματική θεσμική εμπειρία, που ήρθε να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ήδη προβληματική λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος.
Ως εκ τούτου, ένας άτυπος θεσμός, που προέκυψε στην συνταγματική μας πραγματικότητα σαν έσχατη λύση, προκειμένου να μπορεί να επιτευχθεί συνεννόηση των κομμάτων για μείζονα πολιτικά ζητήματα εθνικής σημασίας, κινδυνεύει να περιπέσει σε ανυποληψία, όχι γιατί η διαμεσολάβηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, ως ρυθμιστή του πολιτεύματος, δεν είναι αναγκαία αλλά διότι τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να αρθούν, ούτε καν σε τόσο κρίσιμες για τη χώρα στιγμές, στο ύψος των περιστάσεων.
Α. Η πρώτη ευθύνη βαρύνει προδήλως την κυβέρνηση, η οποία δυστυχώς δεν εννοεί να καταλάβει, παρά τις επανειλημμένες θεσμικές αστοχίες της, ότι οι ισορροπίες του πολιτικού μας συστήματος είναι εξαιρετικά εύθραυστες και ότι, κατά συνέπεια, η στάση της απέναντι στη λειτουργία των θεσμών πρέπει να είναι εξόχως προσεκτική και μελετημένη, ώστε να αποκατασταθεί στη χώρα η αναγκαία εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, που είναι απαραίτητη για την αναζήτηση των επιβαλλόμενων συναινέσεων και συγκλίσεων για την έξοδο από την κρίση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν έπρεπε να αναλάβει πρωτοβουλία για σύσκεψη των αρχηγών, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αν έκρινε ότι υπάρχουν μείζονα θέματα που χρειάζονται εθνική συνεννόηση –και είναι προφανές ότι υπάρχουν τέτοια θέματα και μάλιστα πολύ περισσότερα από αυτά που επέλεξε– έπρεπε όντως να απευθυνθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως έκανε, υπό την απαρέγκλιτη όμως προϋπόθεση ότι θα είχε προετοιμάσει πολύ καλύτερα την όλη διαδικασία. Αυτό σημαίνει, ιδίως, ότι θα έπρεπε να προηγηθεί μια προσεκτική προεργασία, που θα έπρεπε κατά την άποψή μου να ξεκινήσει από την σύγκληση του Υπουργικού Συμβουλίου, όπου θα ετίθεντο τα σχετικά ζητήματα και θα λαμβάνονταν οι σχετικές αποφάσεις, και να καταλήξει στην συγκεκριμένη επεξεργασία θέσεων που θα εισάγονταν στη διαβούλευση, με σαφές τόσο το περιεχόμενο των επιχειρούμενων λύσεων όσο και το εύρος της επιζητούμενης συναίνεσης.
Αντί όλων αυτών είχαμε μια Σύσκεψη βεβιασμένη, πρόχειρα προετοιμασμένη και χωρίς ξεκάθαρη στόχευση, που έδωσε δικαιολογημένα την εντύπωση, ακόμη και αν δεν ήταν αυτή η πρόθεση, ότι ήταν απλώς μια κίνηση τακτικής, για να επωμισθούν την ευθύνη για κάποια δύσκολα μέτρα όλες οι πολιτικές δυνάμεις.
Β. Αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να είναι υπερήφανα για την στάση τους. Αντί να επισημάνουν την ανάγκη εθνικής συνεννόησης (και μάλιστα όχι μόνο για τα προταθέντα αλλά και για πολλά άλλα ζητήματα), και να στηλιτεύσουν απλώς στην Σύσκεψη το θεσμικό και πολιτικό έλλειμμα των συγκεκριμένων πολιτικών πρωτοβουλιών –αντιπροτείνοντας ταυτόχρονα την ορθή διεκπεραίωση μιας τέτοιας διαδικασίας– αντιμετώπισαν εξ αρχής την σχετική πρόταση με πλήθος υπεκφυγών και δικαιολογιών, που δεν δείχνει υπεύθυνη πολιτική συμπεριφορά και συναίσθηση της κρισιμότητας των περιστάσεων. Το επιχείρημα, για παράδειγμα, ότι το ασφαλιστικό δεν είναι «εθνικό θέμα» και άρα δεν προσιδιάζει σε μια Σύσκεψη Αρχηγών είναι τουλάχιστον ατυχές, αν δεν είναι προσχηματικό, διότι η ατζέντα σε μια τέτοια άτυπη διαδικασία δεν μπορεί να είναι άκρως τυποποιημένη και εξ ορισμού περιορισμένη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, αποκλείοντας άλλα θέματα από τα οποία ενδεχομένως κρίνεται η οικονομική επιβίωση της χώρας.
Γ. Εν κατακλείδι, η εικόνα που έδωσαν προς τα έξω τα κόμματα είναι νομίζω αντιστρόφως ανάλογη από αυτήν που αναμένουν οι πολίτες προκειμένου να επιτευχθεί η έξοδος από την κρίση. Παράλληλα, δε, επιτείνει την αναξιοπιστία τόσο του πολιτικού συστήματος, γενικά, όσο και των επιμέρους κομμάτων. Και δεν αναφέρομαι φυσικά στα κόμματα-καρικατούρες, του Καμένου και του Λεβέντη, για τα οποία η αναξιοπιστία είναι εγγενής. Το μεγάλο πρόβλημα αφορά αφ’ ενός μεν τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ αφ’ ετέρου δε τα υπόλοιπα κόμματα που συμμετείχαν, όπως συμμετείχαν, στην Σύσκεψη. Ειδικότερα:
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφασίσει επιτέλους να προχωρήσει σε ειλικρινείς ουσιαστικές πρωτοβουλίες διαλόγου, κατά τα προεκτεθέντα, αφ’ ενός μεν υιοθετώντας ένα περισσότερο συναινετικό και λιγότερο καταγγελτικό ύφος (στο οποίο, δυστυχώς, πρoσέφυγε και πάλι, μετά την Σύσκεψη, ο πρωθυπουργός), αφ’ ετέρου δε προβαίνοντας σε γενναία αυτοκριτική (αντί των μισόλογων) τόσο ως προς τα τεράστια λάθη και τις τραγικές επιλογές προσώπων κατά την κυβερνητική του θητεία όσο και ως προς την απαράδεκτα διχαστική, απροκάλυπτα συντεχνιακή, υπερφίαλη και αμετροεπή στάση του κατά την περίοδο της αντιπολίτευσης.
Αλλά και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, ΝΔ, Συμπαράταξη και Ποτάμι, πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουν την αλλαγή που έγινε στους πολιτικούς συσχετισμούς της χώρας και να αποδεχθούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον ένα κυβερνητικό κόμμα που κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό και προσπαθεί να προσαρμοσθεί στην νέα πραγματικότητα. Ιδίως, δε, πρέπει να παύσουν να αντιμετωπίζουν τον πολιτικό στίβο σαν μια προσπάθεια να βγάλουν τα πολιτικά απωθημένα τους και να εμφανισθούν δικαιωμένα για την έως τώρα στάση τους, είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιτέλους να συνειδητοποιήσουν ότι οι επανειλημμένες αποδοκιμασίες τους στις εκλογές δεν είναι κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα μιας παρανόησης από έναν λαό «παρασυρμένο» από τον παραπλανητικό λαϊκισμό των σημερινών κυβερνώντων κομμάτων (σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημά τους) αλλά σχετίζεται ιδίως με τον βαθύτατο καθεστωτισμό τους, την προνομιακή σχέση τους με διαπλεκόμενα συμφέροντα, τα τραγικά εγκληματικά κυβερνητικά τους σφάλματα (για τα δύο πρώτα κόμματα), αλλά και με την ανεπαρκή, επαμφοτερίζουσα και συχνά ανεύθυνη και προβληματική άσκηση αντιπολίτευσης (και από τα τρία), που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο ούτε για πολιτικές ούτε για προσωπικές «δικαιώσεις».
* Άρθρο του συνταγματολόγου Γιώργου Σωτηρέλη που δημοσιεύθηκε στην διαδικτυακή εφημερίδα «Ανοιχτό Παράθυρο»
7 Aralık 2015 Pazartesi 14:46